σκαμπίλι — σκαμπίλι, το και σκαμπίλα, η (λ. γαλλ.) 1. χτύπημα στο πρόσωπο με την παλάμη: Του δωσε δυο σκαμπίλια για να κάτσει φρόνιμα. 2. είδος χαρτοπαίγνιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαμπίλα — η, Ν δυνατό χαστούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμπίλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
σκαμπιλίζω — Ν [σκαμπίλι] μτφ. δίνω σκαμπίλια σε κάποιον, χτυπώ κάποιον με την παλάμη στο πρόσωπο, χαστουκίζω, ραπίζω … Dictionary of Greek
σφαλιάρα — η, Ν ισχυρό ράπισμα στο πρόσωπο, χαστούκι, δυνατό σκαμπίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sfagliaro] … Dictionary of Greek
φούσκος — ο, Ν 1. ισχυρό ράπισμα, χαστούκι, σκαμπίλι 2. ναυτ. σφαιρικό κατασκεύασμα, το περίβλημα τού οποίου αποτελείται από πλέγμα σχοινιών, ενώ το εσωτερικό του από στυπία και συμπιεσμένα ράκη και το οποίο αναρτάται από το περιτόναιο τού σκάφους… … Dictionary of Greek
χαστούκι — το, Ν 1. ισχυρό ράπισμα με την παλάμη, σκαμπίλι 2. μτφ. μεγάλη απογοήτευση ή μεγάλη αποτυχία («έφαγε πολλά χαστούκια στη ζωή του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
μπάτσα — η μπάτσος, χαστούκι, σκαμπίλι: Με ειρωνεύτηκε και του έδωσα μια μπάτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)